- κινάκης
- κινάκης και ἀκινάκης, ο (Α)είδος περσικού ξίφους.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κινάκης — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κινάκη — κινάκης masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
АКИНАК — • Acinăces, ακινάκης, короткая прямая персидская сабля, которую носили у правого бока. Hdt. 7, 54. Horat. Od. 1, 27, 5 … Реальный словарь классических древностей